παραινέτης — seducer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραινετῶν — παραινέτης seducer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραινέταις — παραινέτης seducer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραινέτην — παραινέτης seducer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραινέτου — παραινέτης seducer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραινέτῃ — παραινέτης seducer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραινέτας — παραινέτᾱς , παραινέτης seducer masc acc pl παραινέτᾱς , παραινέτης seducer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραινετικός — ή, ό / παραινετικός, ή, όν, ΝΜΑ [παραινέτης] 1. αυτός που εμπεριέχει παραίνεση, συμβουλή, συμβουλευτικός 2. αυτός που εμπεριέχει προτροπή, ενθάρρυνση, παρακινητικός, προτρεπτικός. επίρρ... παραινετικώς και ά / παραινετικῶς, ΝΑ με παραινετικό… … Dictionary of Greek